γαβριάς — ο τύπος νεαρού έξυπνου, ζωηρού και καλόψυχου αλητάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το κύριο όν. Γαβριάς, ελλ. απόδοση του γαλλ. Gavroche, παιδικού ήρωα Των Αθλίων του V. Hugo] … Dictionary of Greek
ιαβέρειος — α, ο αυτός που συμπεριφέρεται σαν τον Ιαβέρη, τον πασίγνωστο αστυνομικό τών Αθλίων τού Β. Ουγκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ιαβέρης] … Dictionary of Greek
κυβισμός — Καλλιτεχνικό κίνημα, που εκφράστηκε κυρίως μέσω της ζωγραφικής. Παρουσιάστηκε στη Γαλλία κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., με πρωτοπόρους τους ζωγράφους Πάμπλο Πικάσο, Ζορζ Μπρακ, Χουάν Γκρι και Φερνάν Λεζέ. Συνίσταται στην απεικόνιση των… … Dictionary of Greek
μέλεος — (I) ο (Μ μελεός) βλ. μέλεγος. (II) μέλεος, α, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αδιάφορος, άχρηστος («οὐδὲ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν», Ομ. Ιλ.) 2. άκαρπος, ανώφελος, άσκοπος 3. (ως προσφώνηση) δυστυχισμένος, άθλιος, ελεεινός («ὦ μέλεοι, τὶ… … Dictionary of Greek
χαμίνι — το, Ν παιδί τού δρόμου, αλητόπαιδο, αλάνι, γαβριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gamin «πιτσιρίκος, αλητάκος». Η λ. πλάστηκε από τον Ιω. Ισιο. Σκυλίτση στη μετάφραση τών Αθλίων τού Β. Ουγκώ] … Dictionary of Greek
Ντούζε, Ελεονόρα — (Eleonora Duse, Βιτζεβάνο, Παβία 1858 – Πίτσμπουργκ, Πενσιλβάνια 1924). Ιταλίδα ηθοποιός. Από οικογένεια καλλιτεχνών, ακολούθησε τους γονείς της στις περιοδείες τους από τη μια επαρχιακή πόλη στην άλλη και όταν έγινε τεσσάρων ετών ανέβηκε για… … Dictionary of Greek
Σκυλίτσης, Ιωάννης — I Λόγιος και ποιητής (Χίος, 1819 Μόναχο, 1890). Φοίτησε στην Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης, και μετά το τέλος των εκεί σπουδών του, επιδόθηκε μαζί με τον πατέρα του στο εμπόριο, το οποίο όμως εγκατάλειψε πολύ σύντομα για να ασχοληθεί με τη… … Dictionary of Greek
Φαβιανή Εταιρεία — (Fabian Society). Πολιτικομορφωτική οργάνωση σοσιαλιστικής απόχρωσης, που ιδρύθηκε το 1883 στη Μεγάλη Βρετανία. Το φαβιανό κίνημα φιλελεύθερου χαρακτήρα εντασσόταν στα ευρύτατα πλαίσια αναθεώρησης του μαρξισμού –που βρήκε στο πρόσωπο του Ααρών… … Dictionary of Greek