ἀθλίων

ἀθλίων
ἄθλιος
winning the prize
fem gen pl
ἄθλιος
winning the prize
masc/neut gen pl
ἄθλιος
winning the prize
masc/fem/neut gen pl
ἀ̱θλίων , ἀθλέω
having contended with
pres part act masc nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γαβριάς — ο τύπος νεαρού έξυπνου, ζωηρού και καλόψυχου αλητάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το κύριο όν. Γαβριάς, ελλ. απόδοση του γαλλ. Gavroche, παιδικού ήρωα Των Αθλίων του V. Hugo] …   Dictionary of Greek

  • ιαβέρειος — α, ο αυτός που συμπεριφέρεται σαν τον Ιαβέρη, τον πασίγνωστο αστυνομικό τών Αθλίων τού Β. Ουγκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ιαβέρης] …   Dictionary of Greek

  • κυβισμός — Καλλιτεχνικό κίνημα, που εκφράστηκε κυρίως μέσω της ζωγραφικής. Παρουσιάστηκε στη Γαλλία κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., με πρωτοπόρους τους ζωγράφους Πάμπλο Πικάσο, Ζορζ Μπρακ, Χουάν Γκρι και Φερνάν Λεζέ. Συνίσταται στην απεικόνιση των… …   Dictionary of Greek

  • μέλεος — (I) ο (Μ μελεός) βλ. μέλεγος. (II) μέλεος, α, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αδιάφορος, άχρηστος («οὐδὲ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν», Ομ. Ιλ.) 2. άκαρπος, ανώφελος, άσκοπος 3. (ως προσφώνηση) δυστυχισμένος, άθλιος, ελεεινός («ὦ μέλεοι, τὶ… …   Dictionary of Greek

  • χαμίνι — το, Ν παιδί τού δρόμου, αλητόπαιδο, αλάνι, γαβριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gamin «πιτσιρίκος, αλητάκος». Η λ. πλάστηκε από τον Ιω. Ισιο. Σκυλίτση στη μετάφραση τών Αθλίων τού Β. Ουγκώ] …   Dictionary of Greek

  • Ντούζε, Ελεονόρα — (Eleonora Duse, Βιτζεβάνο, Παβία 1858 – Πίτσμπουργκ, Πενσιλβάνια 1924). Ιταλίδα ηθοποιός. Από οικογένεια καλλιτεχνών, ακολούθησε τους γονείς της στις περιοδείες τους από τη μια επαρχιακή πόλη στην άλλη και όταν έγινε τεσσάρων ετών ανέβηκε για… …   Dictionary of Greek

  • Σκυλίτσης, Ιωάννης — I Λόγιος και ποιητής (Χίος, 1819 Μόναχο, 1890). Φοίτησε στην Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης, και μετά το τέλος των εκεί σπουδών του, επιδόθηκε μαζί με τον πατέρα του στο εμπόριο, το οποίο όμως εγκατάλειψε πολύ σύντομα για να ασχοληθεί με τη… …   Dictionary of Greek

  • Φαβιανή Εταιρεία — (Fabian Society). Πολιτικομορφωτική οργάνωση σοσιαλιστικής απόχρωσης, που ιδρύθηκε το 1883 στη Μεγάλη Βρετανία. Το φαβιανό κίνημα φιλελεύθερου χαρακτήρα εντασσόταν στα ευρύτατα πλαίσια αναθεώρησης του μαρξισμού –που βρήκε στο πρόσωπο του Ααρών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”